6 Θέσεις για το Σιδηρόδρομο το 2010
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ επιμένει η εξυγίανση να μην γίνει ταφόπλακα, αλλά απαρχή μιας νέας εποχής για τον σιδηρόδρομο στην Ελλάδα.
Ο Δημήτρης Χατζησωκράτης, υπεύθυνος για την Οικονομική Πολιτική της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, μιλώντας σήμερα στο 33ο Πανσιδηροδρομικό Συνέδριο της ΠΟΣ, μεταξύ άλλων τόνισε:
«Ενώ στις Ευρωπαϊκές χώρες ο σιδηρόδρομος ακμάζει (τραίνα υψηλής ταχύτητας, ολοκληρωμένα δίκτυα κτλ.), στην Ελλάδα απειλείται με μαρασμό.
Στη χώρα μας, ως αποτέλεσμα ιστορικών επιλογών, κυριαρχούν οι οδικές συγκοινωνίες. Η κυριαρχία αυτή είναι τόσο ασφυκτική που έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην ασφάλεια, στο περιβάλλον, στην οικονομία.
Ταυτόχρονα, απουσιάζει ένα συνεκτικό σχέδιο και ένας συνολικός προγραμματισμός για τις συγκοινωνίες, που να αφορούν τόσο επιμέρους τομείς (σιδηροδρομικές, οδικές, θαλάσσιες, εναέριες μεταφορές), όσο και τοπικά δεδομένα (μεγάλες πόλεις, νησιωτικές περιοχές).
Χρειάζεται επανασχεδιασμός των συγκοινωνιών και του συστήματος μεταφορών στον Ελλαδικό χώρο ως υποσύνολο ενός ευρύτερου συστήματος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (και πέρα). Σε αυτόν τον επανασχεδιασμό, ο σιδηρόδρομος πρέπει να έχει σημαντικό ρόλο. Όμως, θα πρέπει πρώτα να σταματήσει η παρακμή του.
Η σημερινή κατάσταση του ΟΣΕ είναι τραγική με τεράστιες ευθύνες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Πρέπει να αντιμετωπισθεί. Δεν μπορεί να συνεχίζεται να συντηρείται και να αυξάνεται το συσσωρευμένο χρέος (το οποίο γράφεται ότι έχει φτάσει σε 10,7 δις, αλλά πρέπει να αποτιμηθεί με αξιόπιστο τρόπο). Η ανάγκη αναδιοργάνωσης είναι προφανής.
Στο παρελθόν, οι λεγόμενες εξυγιαντικές προσπάθειες από τις κυβερνήσεις της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ απέτυχαν. Εν μέρει λόγω αντιδράσεων. Εν μέρει όμως επειδή δεν έδειχναν να πιστεύουν στο μέλλον του σιδηροδρόμου: η διάχυτη επιλογή, ομολογημένη ή ανομολόγητη, ήταν ότι σε τελευταία ανάλυση υπάρχουν και οι οδικές ή οι εναέριες συγκοινωνίες που μπορούν να τον υποκαταστήσουν.
Δεν υπάρχουν περιθώρια για ταλαντεύσεις. «Η ανάπτυξη, ο εκσυγχρονισμός και η ασφάλεια του σιδηρόδρομου» έχουν τεθεί στην ημερήσια διάταξη ως μια από τις υποχρεώσεις του Μνημονίου, με χρονικό ορίζοντα το 2010. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ επιμένει όμως ότι η εξυγίανση να μην γίνει ταφόπλακα, αλλά απαρχή μιας νέας εποχής για τον σιδηρόδρομο στην Ελλάδα.
Οι προτάσεις της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ:
1. Εξυγίανση του ΟΣΕ με ορθολογική αξιοποίηση του προσωπικού και της υποδομής του, βελτίωση της εξυπηρέτησης των επιβατών. Μείωση του χρέους με ορθολογική διαχείριση, καταπολέμηση της σπατάλης και της κακοδιοίκησης. Συστηματική αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του οργανισμού με ευθύνη των αντίστοιχων φορέων αξιοποίησης του δημοσίου.
2. Επανεκκίνηση του ΟΣΕ ως δημόσιας επιχείρησης με σύγχρονη διοίκηση. Προσδιορισμός ανώτατου επιτρεπτού ελλείμματος από τη Βουλή (με εισήγηση της διοίκησης του ΟΣΕ) για την αποδεδειγμένη κάλυψη ειδικών στόχων (π.χ. ανταγωνιστική τιμολόγηση έναντι του ΙΧ και του αεροπλάνου, άσκηση επιδοματικής πολιτικής για τα φτωχά στρώματα, συγκοινωνιακή κάλυψη ειδικών περιοχών κ.λπ).
3. Σύσταση δημόσιου φορέα με τη μορφή ρυθμιστικής αρχής για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας, των δρομολογίων και της ασφάλειας της διακίνησης επιβατών και εμπορευμάτων. Στη νέα αυτή η αρχή θα ανήκει η ευθύνη για την υποδομή (γραμμές-ανάπτυξη, σχεδιασμός, υλοποίηση, συντήρηση). Ο απόλυτος ιδιοκτήτης του δικτύου είναι το δημόσιο.
4. Το πλειοψηφικό πακέτο του ΟΣΕ παραμένει στο δημόσιο. Η δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα στη δρομολόγηση και εκμετάλλευση αμαξοστοιχιών, επιβατικών και εμπορευματικών, στη βάση προγραμματικών συμφωνιών, μπορεί να είναι ελεύθερη.
5. Όχι στην αναιτιολόγητη περιστολή του δικτύου. Κάθε τυχόν περικοπή οφείλει να είναι αιτιολογημένη και να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τα ελλείμματα, αλλά και τα αναπτυξιακά και χωροταξικά κριτήρια. Πρέπει να έχει προηγουμένως προηγηθεί διάλογος με την περιφερειακή αυτοδιοίκηση για ενδεχόμενη ανάληψη του κόστους της συνέχισης της λειτουργίας από αυτήν.
6. Συμμετοχή και των εργαζομένων στην αναδιάρθρωση και εξυγίανση του ΟΣΕ. Αξιοποίηση της εμπειρίας όλων των ζωντανών δυνάμεων μέσα στον οργανισμό.
Καμία απόλυση των ήδη εργαζομένων δεν πρέπει να λάβει χώρα. Το τυχόν πλεονάζον προσωπικό, που μπορεί να προκύψει μέσα από ένα νέο επιχειρησιακό σχέδιο, όπου λόγο θα έχουν και οι εργαζόμενοι, πρέπει να μεταταγεί.»