Ομιλία του δημάρχου Αθηναίων Γιώργου Καμίνη στην ενότητα «Aiming for good governance - The future: which political models to follow?» στο 1st International Scientific Forum Souq (SOUQ: Centro Studi Sofferenza Urbana) στο Μιλάνο.
Αν σήμερα, αντί να βρίσκομαι εγώ στο Μιλάνο, βρισκόσασταν εσείς στην Αθήνα, θα διαπιστώνατε ότι όλοι - εφημερίδες, ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, πολιτικοί και τοπικοί άρχοντες, οι άνθρωποι στις καθημερινές επαφές τους - μιλούν για την «κρίση του κέντρου της Αθήνας». Το πρόβλημα συνήθως περιγράφεται ως ένα μείγμα μεγάλης μεταναστευτικής πίεσης, υψηλής εγκληματικότητας και ενός σκοτεινού φόβου που απλώνεται πάνω από την πόλη. Τις τελευταίες εβδομάδες, σοβαρά επεισόδια κοινού εγκλήματος και εγκλημάτων φυλετικού μίσους το έφεραν στην αιχμή του δημόσιου ενδιαφέροντος και στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας. Θα προσπαθήσω, σε αδρές γραμμές, να περιγράψω την πορεία συγκρότησης του προβλήματος αυτού, που οριοθετεί και τον χώρο όπου αναπτύσσεται, στις ιδιαίτερες συνθήκες της Αθήνας, το φαινόμενο της μητροπολιτικής οδύνης.
Το κέντρο της Αθήνας υπήρξε, παραδοσιακά, χώρος κατοικίας των υψηλών και μεσαίων στρωμάτων της πόλης. Η εικόνα αυτή άρχισε να αλλάζει από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 ως αποτέλεσμα της απρογραμμάτιστης και ιδιαίτερα πυκνής δόμησης πολυκατοικιών, και των επιπτώσεων που αυτή είχε στις συνθήκες ζωής των κατοίκων. Συνθήκες, που επιδεινώθηκαν τα επόμενα χρόνια από τη ραγδαία αύξηση του αριθμού των ιδιωτικών αυτοκινήτων και τη συνεπακόλουθη κυκλοφοριακή συμφόρηση, την έντονη ατμοσφαιρική ρύπανση, την ηχορύπανση. Από τότε έως και σήμερα, τα υψηλότερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα μετακινούνται σταθερά προς τα βορειοανατολικά και νότια προάστια της πόλης, αναδιαμορφώνοντας τον κοινωνικό της χάρτη.
Η εγκατάλειψη του κέντρου από τους παλαιότερους, εύπορους κατοίκους του είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του οικιστικού του αποθέματος και προκάλεσε ένα ντόμινο εξελίξεων που άλλαξε δραματικά τον ίδιο τον χαρακτήρα της πόλης: Σταδιακή υποτίμηση της αξίας των ακινήτων, αυξανόμενη δυσκολία εκμετάλλευσής τους, σχετική συρρίκνωση του πληθυσμού και σταδιακή αλλαγή της κοινωνικής και εθνοφυλετικής φυσιογνωμίας του. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι σχετικά χαμηλές τιμές των ενοικίων έκαναν τα υποβαθμισμένα, πλέον, αυτά κτήρια προνομιακό τόπο εγκατάστασης του πρώτου κύματος μεταναστών, ιδιαίτερα από τα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη.
Στη σταδιακή μείωση του αριθμού των κατοίκων στο ευρύτερο κέντρο της Αθήνας και στην αλλαγή της φυσιογνωμίας του συνέβαλαν και κάποιες άλλες αλλαγές, που αποδυνάμωσαν περαιτέρω την οικονομική και κοινωνική του ζωτικότητα. Η παρακμή των μικρής κλίμακας παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων που παραδοσιακά ήταν συγκεντρωμένες εκεί, η αποκέντρωση των δημόσιων υπηρεσιών -επιλογή που αποδείχθηκε καταστροφική για την εξέλιξη της πόλης-, η μετακίνηση επιχειρηματικών μονάδων και η δημιουργία μεγάλης κλίμακας κέντρων λιανικού εμπορίου στους μεγάλους οδικούς άξονες εκτός των ορίων της πόλης, υπήρξαν ενεργοί παράγοντες στο σπιράλ της προϊούσας κρίσης.
Η προετοιμασία και η διεξαγωγή των ολυμπιακών αγώνων του 2004 δημιούργησε, προς στιγμήν, την αίσθηση ότι το κέντρο της Αθήνας θα μπορούσε «να αναγεννηθεί από την τέφρα του», όπως ο μυθικός Φοίνικας. Ότι μπορούσε και πάλι να προσελκύσει κατοίκους, επιχειρηματίες και επισκέπτες, και να γνωρίσει μια νέα περίοδο άνθησης. Έστω και εκ των υστέρων, αποδείχθηκε ότι η προετοιμασία της διοργάνωσης δεν δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια νέα ανάπτυξη, οι επενδύσεις που έγιναν δεν στάθηκαν ικανές να αντιστρέψουν το κλίμα, η πορεία προς την παρακμή επιταχύνθηκε. Εκτός από ορισμένους εραστές της πόλης, στο ευρύτερο κέντρο της Αθήνας παραμένουν, σήμερα, κυρίως εκείνοι που δεν έχουν τη δυνατότητα να φύγουν. Το κέντρο της πόλης -και κέντρο της χώρας, επίσης- καταρρέει.
Τα τελευταία λίγα χρόνια, δύο επιπλέον παράγοντες παροξύνουν το πρόβλημα: Ο πρώτος αφορά τη συγκέντρωση ενός υπερβολικά μεγάλου αριθμού μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα -το δεύτερο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα που δέχεται η χώρα, με προέλευση, αυτή τη φορά, πολύ φτωχές, εμπόλεμες ή περιβαλλοντικά πάσχουσες χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Ως αποτέλεσμα της διαχρονικής απουσίας μιας συγκροτημένης και συνεπούς μεταναστευτικής πολιτικής, και των ιδιαίτερα προβληματικών για την Ελλάδα περιορισμών του κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙ», δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, χωρίς πόρους ζωής, χωρίς κατάλυμα και χωρίς οποιαδήποτε προνοιακή υποστήριξη, λιμνάζουν στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι, βεβαίως, η οικονομική κρίση, η δεινότερη και πιο σύνθετη που έχει γνωρίσει η Ελλάδα, τουλάχιστον στη μεταπολεμική περίοδο. Γνωρίζετε, ασφαλώς, αρκετά γι’ αυτήν. Εγώ θα υπενθυμίσω δύο, μόνο, πρόσφατα στοιχεία, που περιγράφουν χαρακτηριστικά το βάθος της και το εύρος των συνεπειών της: Το πρώτο τρίμηνο του 2011 και σε ετήσια βάση η οικονομική ύφεση εκινείτο στο 4,8%. Τον δε Φεβρουάριο η ανεργία έφτανε το 15,9% στο σύνολο του πληθυσμού και το 40,4% στους νέους ηλικίας 15 έως 24 ετών. Το μέλλον είναι, πλέον, ορατό: Ευρέα στρώματα της κοινωνίας ωθούνται σταθερά προς τη φτώχεια και, δυνητικά, προς τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια βαθειά και ιδιαίτερα ανησυχητική αλλαγή που συντελείται στην Αθήνα: Ανατρέπεται η ίδια η παράδοσή της. Η ελληνική πρωτεύουσα υπήρξε πάντοτε μια πόλη που δεν τεμαχιζόταν από μεγάλες κοινωνικές διαφορές και ασυνέχειες. Ακόμη και στο πλαίσιο της ίδιας πολυκατοικίας, του κυρίαρχου τύπου αστικής κατοικίας από τη δεκαετία του ’60 και μετά, συχνά συγκατοικούσαν οικογένειες διαφορετικού κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου, σε μια καθ’ ύψος μάλιστα διαστρωμάτωση: Στους κατώτερους ορόφους οι οικογένειες με χαμηλό εισόδημα, στους ανώτερους εκείνες με υψηλό. Όμως σήμερα τα ρήγματα στην πόλη βαθαίνουν, σύνορα κοινωνικά και πολιτισμικά ορθώνονται, ζώνες κοινωνικού αποκλεισμού δημιουργούνται και χώροι απροσπέλαστοι. Οι εντάσεις κλιμακώνονται, η παραβατικότητα αυξάνει, η ανασφάλεια επεκτείνεται, ακραίες ρατσιστικές απόψεις και πρακτικές βρίσκουν έδαφος ανάπτυξης.
Αυτό είναι το περιβάλλον όπου αναπτύσσεται σήμερα η αθηναϊκή μητροπολιτική οδύνη. Φορέας της είναι ένα ανομοιογενές πλήθος αποκλεισμένων ή υπό αποκλεισμό ανθρώπων, όπου φτωχοί, άστεγοι, τοξικοεξαρτημένοι, μετανάστες χωρίς χαρτιά, οροθετικοί και ανάπηροι, άτομα με ψυχικές διαταραχές και μικροπαραβάτες, στροβιλίζονται σε έναν φαύλο κύκλο φτώχειας, εξαθλίωσης και αποκλεισμού. Και σ’ αυτό το πλήθος προστίθενται τώρα, με αυξανόμενο ρυθμό, τα θύματα της οικονομικής κρίσης: Άνθρωποι με υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης και κοινωνικής εμπειρίας, που μέχρι χθες είχαν δουλειά, σπίτι και οικογένεια, και σήμερα εκπίπτουν στην απόλυτη ένδεια. Είναι οι νέο-άστεγοι, που όλο και συχνότερα απευθύνονται στις κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου μας και των μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Δυστυχώς, η Αθήνα δεν έχει ακόμη να συνεισφέρει στο διεθνές πανόραμα «καλές πρακτικές» αντιμετώπισης της σύγχρονης αυτής οδύνης. Επί πολλά χρόνια, και με διαδοχικές δημοτικές αρχές, είχε επικρατήσει «η κακή διακυβέρνηση της πόλης» και, μάλιστα, με τον τρόπο ακριβώς που την προσέγγισε το χθεσινό work session της συνάντησής μας: Μια διακυβέρνηση «που αποδέχεται -και συχνά ενθαρρύνει- βαθειά ριζωμένους φόβους, την ανάγκη για τάξη, για έλεγχο και για βεβαιότητες, και που συγκροτεί μη-απαντήσεις ή απαντήσεις κατασταλτικές». Με θητεία μόλις 5 μηνών, η δημοτική μας αρχή, σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες και μη κυβερνητικές οργανώσεις, σε διάλογο με τα αρμόδια υπουργεία και τις δημόσιες αρχές, διατυπώνει προτάσεις και αναλαμβάνει δράσεις. Σε αντίθεση με την «κακή διακυβέρνηση» του παρελθόντος, θέλουμε να συγκροτήσουμε συγκεκριμένες απαντήσεις και, ασφαλώς, απαντήσεις μη-κατασταλτικές.
Οι ειδικοί επιστήμονες ανάμεσά σας γνωρίζουν πολύ καλά ότι η κοινωνική οδύνη κατανοείται μόνο με όρους διεπιστημονικότητας. Αντίστοιχα, εμείς, καλούμαστε να συμβάλουμε στην αντιμετώπισή της με σύνθετες πολιτικές που να ανταποκρίνονται στην πολυπλοκότητα του φαινομένου και να προσφέρουν ολοκληρωμένες απαντήσεις στα ιδιαίτερα προβλήματα κάθε ευπαθούς ομάδας -και, ιδανικά, κάθε συγκεκριμένου ατόμου που βιώνει τη δική του, μοναδική οδύνη. Γιατί οι πληθυσμοί που διαβιούν σε συνθήκες εξαθλίωσης, δεν είναι ενιαίοι, δεν αποτελούνται καν από σαφώς διακριτές ομάδες. Πολύ συχνά, στο ίδιο άτομο συνυπάρχουν περισσότερες από μία προβληματικές ιδιότητες: Είναι φτωχός και ταυτόχρονα ασθενής, μετανάστης και άστεγος, άστεγος και χρήστης…
Δεν υπάρχουν, επομένως, κοινές πολιτικές που να ανταποκρίνονται στα προβλήματα όλων. Κοινή όμως είναι η αντίληψη για την υφή των προβλημάτων, απαραίτητη προϋπόθεση για να διαμορφώσουμε λύσεις αποτελεσματικές: Η μητροπολιτική οδύνη είναι ένα κατ’ εξοχήν κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα, συνδεδεμένο πάντα, και παρά τις ιδιαιτερότητες που εμφανίζει στη μία ή την άλλη περίπτωση, με τους όρους ζωής στις σύγχρονες μητροπόλεις. Και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπισθεί.
Κοινός είναι και ο τρόπος προσέγγισης των πληθυσμών και των ατόμων - φορέων της οδύνης: Εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου, προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σεβασμός στα δικαιώματά τους, αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης για την περίθαλψή τους.
Και κοινός, τέλος, είναι ο στόχος των προσπαθειών: Αποτροπή του κοινωνικού αποκλεισμού, επανακοινωνικοποίηση και κοινωνική επανένταξη. Όχι απομόνωση, περιθωριοποίηση και δημιουργία κοινωνικών και χωρικών «υγειονομικών ζωνών» μέσα στην πόλη. Είναι σταθερή επιλογή μας οι πολιτικές ενσωμάτωσης, οι μόνες που μπορούν να αποκαταστήσουν και να ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή, ιδιαίτερα εκεί όπου αποσαθρώνεται ο κοινωνικός ιστός.
Με αυτό το πνεύμα η δημοτική μας αρχή κάνει τα πρώτα βήματά της στο δύσβατο αυτό πεδίο: Αντιμετώπιση των ακραίων φαινομένων εξαθλίωσης που υπάρχουν στο κέντρο και τις υποβαθμισμένες συνοικίες της πόλης, με βελτίωση της καθαριότητας, αύξηση του φωτισμού, εφαρμογή προγραμμάτων ελέγχου υγείας και εμβολιασμών. Ενίσχυση των κοινωνικών πολιτικών και των πολιτικών υγείας, παρά την οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει ο Δήμος. Αποκέντρωση των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών, ώστε να καλύψουν περισσότερες ανάγκες και με καλύτερες συνθήκες παροχής. Αποτροπή της ασυλοποίησης των ευάλωτων ατόμων, με την ανάπτυξη προγραμμάτων ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και κοινωνικής επανένταξης. Μέτρα για την απελευθέρωση και την ανάκτηση του δημοσίου χώρου, ώστε να καταστεί σταδιακά χώρος ελεύθερης συνάντησης, ασφαλούς συνύπαρξης και δημιουργικής συμμετοχής των ανθρώπων.
Το τελευταίο, αποτελεί κεντρικό στόχο της δημοτικής μας αρχής και προϋπόθεση για την αναζωογόνηση της πόλης, όπως και για την ανακούφιση και επανένταξη των ανθρώπων της που σήμερα υποφέρουν. Ελπίζω ότι στο επόμενο, δεύτερο International Scientific Forum θα είμαι σε θέση να σας περιγράψω πολύ πιο συγκεκριμένες δράσεις, να συζητήσω μαζί σας τα αποτελέσματά τους και -γιατί όχι;- να σας παρουσιάσω και κάποιες «καλές πρακτικές».
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.